BREAKING NEWS
latest

ΕΠΙΒΙΩΣΗ

ΕΠΙΒΙΩΣΗ
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΙΣΤΟΡΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το έπος του 1940


Εξαιρετική είναι η συγκίνηση που αισθάνονται όλοι οι Έλληνες, όταν καλούν στην μνήμη τους αναμνήσεις από τα ένδοξα γεγονότα του 1940. Πράγματι τα μεγάλα και φωτεινά αυτά γεγονότα, επισφράγισαν με ανεξίτηλη δόξα την ιστορική πορεία του έθνους μας.

Το ελληνικό Έθνος αισθάνεται ιδιαίτερη υπερηφάνεια, για το μεγάλο ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου του 1940, το οποίο αντέταξε ο Ελληνικός λαός κατά τον βαθύ όρθρο της ιστορικής εκείνης ημέρας. Ήταν η αρχή μιας εκστρατείας που όλοι τη λένε "Έπος" που κάλυψε ένα ένδοξο μέρος της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας μας, που περιέχει εν αφθονία τα δύο στοιχεία που συνθέτουν γενικά την ιστορία, τα γεγονότα και το άρωμα της εποχής. Τα μεν γεγονότα έχουν καταγραφεί από ιστορικούς, ώστε να δύνανται οι ενδιαφερόμενοι να ανατρέξουν σε συγγράμματα προς γνώση και εξαγωγή συμπερασμάτων και ακόμη μεταγενέστεροι ιστορικοί να μπορούν να τα αποκαταστήσουν έστω και αν έχουν παρέλθει αιώνες.

Το άρωμα όμως, όπως και όσο το αισθάνθηκαν οι πρωταγωνιστές και στη συγκεκριμένη περίπτωση ολόκληρος ο ελληνικός λαός, την εποχή των γεγονότων, χάνεται από τον άνεμο του χρόνου, ακόμη και για αυτούς που τα έζησαν.

Το "Έπος του 40", φαινόμενο ψυχολογικό και ιστορικά απροσδόκητο για όλο το κόσμο, αδικήθηκε κατάφωρα από τα μετέπειτα γεγονότα, την κατοχή, την αντίσταση, τις εκτελέσεις, το κίνημα του Δεκέμβρη, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το ξύπνημα της πυρηνικής εποχής, γεγονότα τα οποία τα σκέπασαν και έτσι αυτό το κεφάλαιο σφραγίστηκε βιαστικά και κλείστηκε στο αρχείο προτού μνημειωθεί, για να ανοίξει μετά την απελευθέρωση της χώρας από τη γερμανική μπότα.

Η Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ), στην οποία τα Έθνη στήριζαν τις ελπίδες τους για διαρκή ειρήνη, έχασε κάθε ουσιαστικό κύρος με την αποχώρηση των ΗΠΑ, που επέλεξαν πολιτική απομονωτικών τάσεων, της Γερμανίας το 1939, της Ιταλίας το 1935, αλλά και του συναγωνισμού επιδείξεως "αρχών ειρηνοφιλίας" από τα λοιπά Δημοκρατικά κράτη της Δύσεως και κυρίως την Αγγλία και Γαλλία, που δεν μπόρεσαν έγκαιρα να προβλέψουν τον επερχόμενο κίνδυνο.

Η γενιά του '40 απέδειξε για μια ακόμη φορά, ότι το ιερό πάθος για την ελευθερία της Πατρίδας είναι υπέρτατο καθήκον όλων των Ελλήνων, που επανειλημμένα το έχουν αποδείξει κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ύπαρξής τους και δεν θα σταματήσουν να το αποδεικνύουν, όσο υπάρχουν, σε αυτή την όμορφη χώρα.

Πηγή: Γενικό Επιτελείο Στρατού

Τι γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου;


Μια από τις επίσημες αργίες του ελληνικού κράτους είναι και η 28η Οκτωβρίου. Αλήθεια, όμως, τι γιορτάζουμε;

Οι περισσότεροι από μας γνωρίζουμε ότι η μέρα αυτή σημάδεψε την Ελλάδα από τον πόλεμο του 1940 και έμεινε γνωστή ως επέτειος του "ΟΧΙ", αλλά τι ακριβώς είναι αυτό που γιορτάζουμε;

Πινακίδα έξω από το σπίτι του ΜεταξάΟι περισσότερες χώρες συνηθίζουν να γιορτάζουν την λήξη ενός πολέμου, και την έλευση της ειρήνης.

Στην προκειμένη περίπτωση η Ελλάδα γιορτάζει την είσοδο της στον πόλεμο του '40!

Στην πραγματικότητα ο εορτασμός αφορά όλο το έπος του 1940 και τις επιτυχίες της χώρας μας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ουσιαστικά η ημερομηνία αυτή είναι η ημέρα που η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο!

Πως έγινε αυτό; Με το ΟΧΙ του τότε πρωθυπουργού-δικτάτορα της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά στις αξιώσεις των Ιταλών.

Τι έγινε στις 28 Οκτωβρίου του 1940

Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 η Ιταλία, μέσω του πρέσβη της στην Αθήνα, επέδωσε τελεσίγραφο στον Ι. Μεταξά με το οποίο ζητούσε ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από τα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Παράλληλα απαιτούσε να της παραχωρηθούν κάποια σημεία στρατηγικής σημασίας, όπως π.χ. κάποια αεροδρόμια, λιμάνια κλπ που θα βοηθούσαν τις επιχειρήσεις της στην γύρω περιοχή.

Ο τότε Πρωθυπουργός της χώρας μας, απάντησε ένα μεγαλοπρεπέστατο όχι, το οποίο αντανακλούσε και την θέληση του μεγαλύτερου μέρους του λαού, ήταν κάτι σαν λαϊκή απαίτηση.

Πρωτοσέλιδο της 28ης Οκτωβρίου 1940

Τα ακριβή λόγια του Μεταξά ήταν: "Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο", όμως οι εφημερίδες της εποχής δεν άργησαν να γράψουν για το περίφημο "ΟΧΙ" του Πρωθυπουργού στους Ιταλούς.

Η κίνηση αυτή του Μεταξά σηματοδότησε την είσοδο της, ουδέτερης μέχρι τότε, χώρας μας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Την ίδια μέρα ο Πρωθυπουργός εξέδωσε το παρακάτω διάγγελμα.

Προς τον ελληνικόν λαόν:

Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι επεδείξαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην, προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημας το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες μου εζήτησεν σήμερον την 3ην πρωινήν ώραν, την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν ότι προς κατάληψιν αυτών η κίνησις των στρατευμάτων της. θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ' εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.

Έλληνες,

τώρα θα αποδείξωμεν εάν είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλον το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον, αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας, και τας ιεράς μας παραδόσεις.

Νυν υπέρ πάντων ο αγών
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως
Ιωάννης Μεταξάς

Αντίστοιχο διάγγελμα έβγαλε και ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Β', ενώ μήνυμα προς τον ελληνικό λαό απηύθυνε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρύσανθος.

Πότε ξεκίνησε να γιορτάζεται η 28η Οκτωβρίου

Η επέτειος του ΟΧΙ ξεκίνησε να γιορτάζεται από την πρώτη κιόλας χρονιά παρά το γεγονός ότι η χώρα μας τελούσε υπό Ιταλο-γερμανική κατοχή.

Οι πρώτοι δύο εορτασμοί έγιναν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και την Πλατεία Συντάγματος χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα από του Ιταλούς. Ωστόσο, το 1943 ο εορτασμός που έγινε στην πλατεία Κοτζιά συνοδεύτηκε από συλλήψεις μιας και την αστυνόμευση είχαν αναλάβει πλέον οι Γερμανοί.

Ο πρώτος επίσημος εορτασμός έγινε στις 28 Οκτωβρίου του 1944 οπότε έγινε και η πρώτη παρέλαση παρουσία του τότε Πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου. Από τότε ο εορτασμός επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο.

Στρατιωτική παρέλαση στη Θεσσαλονίκη

Μάλιστα στη Θεσσαλονίκη γίνεται μεγάλη στρατιωτική παρέλαση καθώς η γιορτή σχεδόν συμπίπτει τόσο με την επέτειο απελευθέρωσης της πόλης από τους Οθωμανούς όσο και με τον εορτασμού του πολιούχου της πόλης Αγ. Δημητρίου.

Ζήτω η 28η Οκτωβρίου!

coolweb.gr

Τοπωνύμια δήμων και συνοικιών της Αττικής στο παρελθόν


Είναι γνωστό ότι στο πέρασμα του χρόνου, πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, στη χώρα μας, έχουν αλλάξει ονομασίες. Π.χ. η Λαμία λεγόταν Ζητούνι, το Αγρίνιο Βραχώρι, το Αίγιο Βοστίτσα κλπ.

Κάτι ανάλογο, σε μεγάλο όμως βαθμό, έγινε και στην Αττική. Ειδικά μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση στο λεκανοπέδιο χιλιάδων προσφύγων, οι αλλαγές τοπωνυμίων ήταν πολλές. Θα κάνουμε μια προσπάθεια να καταγράψουμε όλες ή σχεδόν όλες τις αλλαγές αυτές και σε επόμενο άρθρο θα ασχοληθούμε με την προέλευση των τοπωνυμίων των Δήμων που… παρέμειναν σταθεροί στο όνομα!

Μπραχάμι ονομαζόταν παλαιότερα ο Άγιος Δημήτριος. Το όνομα προέκυψε μάλλον από κάποιον Εβραίο ιδιοκτήτη κτημάτων στην περιοχή, το όνομα του οποίου από Αβραάμ έγινε Μπραχάμης. Στην περιοχή, υπήρχαν παλιά δύο συνοικίες, το Σπιθάρι και τα Χελιώτικα (από το επίθετο ιδιοκτήτη εκτάσεων εκεί, Χελιώτη).

Το Αιγάλεω, αποσπάστηκε από τον Δήμο Αθηναίων το 1934 και έγινε ανεξάρτητη κοινότητα. Το αρχικό όνομα της κοινότητας ήταν Νέαι Κυδωνίαι, καθώς κατοικούνταν από πρόσφυγες που είχαν έρθει από τις Κυδωνίες (Αϊβαλί σήμερα), πόλη απέναντι από τη Λέσβο. 

Ο Άλιμος αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη κοινότητα το 1927, με το όνομα Καλαμάκι. Προφανώς, ο καλαμιώνας που υπήρχε στην περιοχή, έδωσε το όνομα στη νεοσύστατη κοινότητα. 

Η Αργυρούπολη, αρχικά, ονομαζόταν Νέα Αργυρούπολη, από την ομώνυμη πόλη του Πόντου, νότια της Τραπεζούντας. 
Η Δάφνη ονομαζόταν παλαιότερα Κατσιπόδι. Πρόκειται για μεσαιωνική ονομασία από τα κτήματα της οικογένειας Κατσιπόδη. 

Χασάκι ονομαζόταν ως τη δεκαετία του 1950 περίπου, το Ελληνικό. Το όνομα αυτό οφείλεται στον πύργο του Χασάν πασά που υπήρχε εκεί επί τουρκοκρατίας.
Στα βυζαντινά χρόνια, Χαλκωματάδες, ονομαζόταν το (Νέο) Ηράκλειο, από τους πολλούς κατοίκους του που ασχολούνταν με την επεξεργασία του Χαλκού. Επί τουρκοκρατίας, το όνομα μετατράπηκε σε Αράκλι, για να φτάσουμε στο σημερινό Ηράκλειο. Μια από τις συνοικίες του, είναι η Καναπίτσα. Πήρε το όνομά της από τις πολλές λυγαριές που υπήρχαν εκεί, καθώς η λυγαριά λέγεται και καναπίτσα.

Η πιο πρόσφατη μετονομασία Δήμου της Αττικής έγινε το 1994. Τα, μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους αυτού, Νέα Λιόσια, έγιναν Ίλιον. Στην αρχαιότητα, βρισκόταν εκεί ο Δήμος Τρώων. Το όνομα Λιόσια προέρχεται από την αρβανίτικη οικογένεια Λιόσα, που από τον 14ο αιώνα εγκαταστάθηκε στα σημερινά Άνω Λιόσια. 

Κατά τον αείμνηστο Τάκη Νατσούλη, η Κηφισιά, τον 19ο αιώνα, ονομαζόταν Αλωνάρα, από τα αλώνια της περιοχής. Το σημερινό όνομά της οφείλεται στον Κηφισό ποταμό, που τη διαρρέει. Μια από τις περιοχές της Κηφισιάς, είναι ο Κοκκιναράς, που οφείλει το όνομά του στο κόκκινο χρώμα του αμμώδους και σχετικά απόκρημνου εδάφους.

Τα Μελίσσια, ονομαζόταν παλιά Ζωοδόχος Πηγή, από την ομώνυμη εκκλησία. 
Η Μεταμόρφωση ήταν γνωστή ως Κουκουβάουνες. Στα αρχαία χρόνια, ονομαζόταν Γλαύκεια, από τις πολλές κουκουβάγιες που υπήρχαν σ' αυτή. Έτσι, από την κουκουβάγια, προέκυψε το Κουκουβάουνες. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, το όνομα Κουκουβάουνες, προήλθε από την κουκούβα, ένα είδος σταφυλιού που αφθονούσε στην περιοχή.

Ποδαράδες ονομαζόταν παλιά η Νέα Ιωνία. Το όνομα προέρχεται από την αθηναϊκή οικογένεια των Πλατυπόδων ή από τον Τούρκο αγά Μουσταφά Ποδαρά, που είχε κτήματα στην περιοχή. Κατά μία άλλη εκδοχή, προέρχεται από τις κολόνες (ποδάρια ή ποδαράδες) του Αδριάνειου υδραγωγείου, που υπήρχαν παλιά σε δυο σημεία του Ποδονίφτη. Με την εγκατάσταση των πρώτων προσφύγων στην περιοχή, πήρε το όνομα Νέα Πισιδία (από την Πισιδία, χώρα της Μικράς Ασίας), που υπερίσχυσε του Νέα Σπάρτη (Σπάρτη, πόλη της Μικράς Ασίας). 

Συνοικίες της Νέας Ιωνίας είναι, μεταξύ άλλων, η Σαφράμπολη (από την ομώνυμη πόλη της Μ. Ασίας), Καλογρέζα (από παραφθορά της λέξης Καλογριά, που αναφερόταν στην Αγία Φιλοθέη) και Περισσός. Περισσός ονομαζόταν ένα ρέμα που βρισκόταν παλιά στην περιοχή και κατέληγε στον Ποδονίφτη. Στα μεσαιωνικά χρόνια, στο ρέμα χυνόταν εκτός από τα βροχόνερα και το πλεονάζον (περισσό) νερό, του Αδριάνειου υδραγωγείου.

Ποδονίφτης ονομαζόταν η ευρύτερη περιοχή Νέας Φιλαδέλφειας και Νέας Χαλκηδόνας, από το ομώνυμο ρέμα που υπήρχε εκεί. Για την ονομασία του ρέματος, υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Ότι προέρχεται από τα κτήματα της αθηναϊκής οικογένειας Ποδονίφτη. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η ονομασία προέρχεται από το λίγο νερό που δεχόταν το ρέμα από τον Κηφισό (μέσω… του Περισσού) και σύμφωνα με την Τρίτη εκδοχή, ότι παλιά, στην περιοχή του ρέματος γίνονταν ασκήσεις από στρατιώτες που έρχονταν από την Αθήνα. Οι στρατιώτες αυτοί έπλεναν τα πόδια τους στο ρέμα, που πήρε το όνομα Ποδονίφτης!

Ο Ποδονίφτης αναφέρεται και στις "Παραδόσεις" του Νικόλαου Πολίτη για τη… νεράιδα του. Όπως γράφει ο "πατέρας" της ελληνικής λαογραφίας, μια φορά, ένας διαβάτης περνούσε μεσάνυχτα από το ρέμα. Ξαφνικά, άκουσε κλάματα μικρού παιδιού. Ψάχνοντας στα χαμόκλαδα, βρήκε ένα πανέμορφο παιδάκι που έκλαιγε και το πήρε στην αγκαλιά του. Το παιδί όμως, τον άρπαξε απ' τον λαιμό και θα τον έπνιγε, αν δεν προλάβαινε να φωνάξει "Βοήθα Χριστέ και Παναγιά!". Τότε, η νεράιδα που παρουσιαζόταν ως μικρό παιδί για να ξεγελά τους ανθρώπους και να τους πνίγει, εξαφανίστηκε! 

Από το 1927, η Νέα Φιλαδέλφεια πήρε το σημερινό της όνομα από την ομώνυμη πόλη της Μ. Ασίας. Περιοχή της Νέας Φιλαδέλφειας είναι ο Κόκκινος Μύλος. Οφείλει το όνομά του στο ομώνυμο εξοχικό κέντρο που υπήρχε εκεί προπολεμικά. Στην ίδια περιοχή, υπήρχε παλιά και υδρόμυλος.

Το Νέο Ψυχικό ονομαζόταν παλιά Ανθόκηπος από τις πολλές καλλιέργειες λουλουδιών που υπήρχαν εκεί.

Η περιοχή του Παλαιού Φαλήρου ήταν γνωστή ως Τρεις Πύργοι, από τους πύργους που χρησίμευαν ως παρατηρητήρια για τα πειρατικά πλοία που υπήρχαν εκεί. Μια από τις συνοικίες του είναι και η Αμφιθέα, γνωστή και ως Βουρλοπόταμος, καθώς από την αρχαιότητα ήταν ελώδης τόπος με βούρλα.

Και μία… άσχετη πληροφορία. Στο Παλαιό Φάληρο, λειτούργησε ο πρώτος ζωολογικός κήπος της Αθήνας (από το 1900 ως το 1916).

Μαγκουφάνα, ονομαζόταν παλαιότερα η Πεύκη. Για το όνομα αυτό, υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Ότι προέρχεται από τα κτήματα χήρας της οικογένειας Μαγκαφά, που είχε στην ιδιοκτησία της την περιοχή. Σύμφωνα με άλλη άποψη, το όνομα οφείλεται σε κάποια Άννα, που ήταν ανύπαντρη και την αποκαλούσαν "μαγκούφα". Η Άννα είχε πάει στην φημισμένη για το υγιεινό της κλίμα περιοχή, για να θεραπευτεί από τη φυματίωση. Μάλιστα, κάποιοι ισχυρίζονται ότι η Άννα (η) μαγκούφα ήταν υπηρέτρια του μεγαλοκτηματία Κατσίμπαλη…

Από το 1960, η Μαγκουφάνα μετονομάστηκε σε Πεύκη. Ο Ταύρος ονομαζόταν Νέα Σφαγεία, από τα σφαγεία που λειτουργούσαν εκεί από το 1915, ως περίπου το 1968. 

Η Φιλοθέη, το 1934 αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητη κοινότητα με το όνομα Νέα Αλεξάνδρεια, όνομα που οφειλόταν στον Αλεξανδρινό αρχιτέκτονα Γ. Αρχοντούλη, που από το 1907 είχε στην ιδιοκτησία του μεγάλο μέρος της περιοχής και είχε εκπονήσει το ρυμοτομικό της σχέδιο.

Ο Κορυδαλλός ονομαζόταν Κουτσικάρι, από τον φαρμακοποιό και δήμαρχο της Αθήνας Εμμανουήλ Κουτσικάρη (1812-1865), που είχε στην ιδιοκτησία του πολλά κτήματα στην περιοχή.

Οι Αχαρνές είναι γνωστές και ως Μενίδι. Το όνομα αυτό προέρχεται πιθανότατα από το επώνυμο του τιμαριούχου βυζαντινού άρχοντα Μενίδη και βρίσκεται σε χρήση ήδη από τον 12ο αιώνα.

Το Τατόι, περιοχή γνωστή από το στρατιωτικό αεροδρόμιο και τα, τέως, βασιλικά κτήματα, οφείλει το όνομά του στην αρβανίτικη οικογένεια Τατόη που εγκαταστάθηκε εκεί τον 14ο αιώνα. Το Τατόι είναι βέβαια γνωστό και ως Δεκέλεια. 

Τέλος, η Φυλή είναι γνωστή και ως Χασιά, που εσφαλμένα θεωρήθηκε ως αλβανική λέξη, καθώς προήλθε από τη θέση του χωριού και του παλιού δρόμου που χάνονταν απότομα μέσα στις πτυχώσεις του εδάφους και ήταν αθέατα από την πεδιάδα και τους πρόποδες της Πάρνηθας.

protothema.gr

Η μεγαλύτερη αγορά χρυσού στον κόσμο: Πώς εξελίχθηκε η αγορά του Λονδίνου ανά τους αιώνες


Οι επικείμενες αλλαγές στον τρόπο που διεξάγεται το εμπόριο χρυσού στο Λονδίνο αναμένεται να βρεθούν στο επίκεντρο της επικείμενης συνάντησης της βιομηχανίας πολύτιμων μετάλλων στη Σιγκαπούρη στην επόμενη εβδομάδα, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Bloomberg.

Μεταξύ των τελευταίων εξελίξεων σε μια αγορά που έχει μείνει σε γενικές γραμμές αμετάβλητη για έναν αιώνα περιλαμβάνεται μια νέα υπηρεσία trade reporting, καθώς και άλλα μέτρα. Σε αυτό το πλαίσιο, το Bloomberg παρουσιάζει ένα χρονοδιάγραμμα τον κομβικών εξελίξεων των τελευταίων 350 ετών, βάσει της London Bullion Market Association.

1676: Μετά την εγκατάστασή του στο Λονδίνο από το Άμστερνταμ, ο Μόουζες Μοκάτα αρχίζει συνεργασία με την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών για τη μεταφορά χρυσού στην Ινδία. Η εταιρεία που δημιούργησε, ο παλαιότερος «παίκτης» της αγοράς πολύτιμων μετάλλων του Λονδίνου, έχει εξελιχθεί στη ScotiaMocatta, τμήμα σήμερα της Bank of Nova Scotia.

1717: Ως επικεφαλής του Βασιλικού Νομισματοκοπείου, ο Ισαάκ Νεύτων έθεσε την τιμή για τον χρυσό στις 4,75 λίρες ανά ουγγιά, η οποία διατηρήθηκε σχεδόν για δύο αιώνες. Σήμερα η τιμή του χρυσού είναι στις 1.033 λίρες.

1732: Με τον όγκο του χρυσού που διακινείται στο Λονδίνο να αυξάνεται, η Bank of England ανοίγει το πρώτο θησαυροφυλάκιο για χρυσό της πόλης. Τότε τα 2/3 της παραγωγής χρυσού του κόσμου περνούσαν από το Λονδίνο.

1817: Το Βασιλικό Νομισματοκοπείο παράγει τις πρώτες χρυσές λίρες, αντικαθιστώντας τη γκινέα, ένα νόμισμα που αντιστοιχεί σε 1/4 της ουγγιάς χρυσού.

1871: Η Bank of England αρχίζει να δέχεται μπάρες των 400 ουγγιών (από των 200 που δεχόταν προηγουμένως), θέτοντας ένα στάνταρ που χρησιμοποιείται και σήμερα- για να ανταποκριθεί στη ζήτηση από κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης για τα αποθέματά τους.

1897: Ο ορισμός του πρώτου σημείου αναφοράς για το ασήμι γίνεται στο γραφείο της Sharps & Wilkins στο Λονδίνο. Η καθημερινή διαδικασία που χρησιμοποιείται από εμπόρους, εταιρείες εξόρυξης χρυσού και κοσμηματοπώλες για το εμπόριο και τον ορισμό τιμών θα έμενε σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη για πάνω από έναν αιώνα.

1919: Αντίστοιχα ορίζεται σημείο αναφοράς για τον χρυσό για πρώτη φορά (gold fixing). Οι συναντήσεις γίνονταν σε ένα δωμάτιο στα γραφείο της N.M. Rothschilds & Sons, μέχρι το 2004, οπότε η διαδικασία άλλαξε σε τηλεδιάσκεψη.

1934: Οι ΗΠΑ ορίζουν τον χρυσό στα 35 δολάρια ανά ουγγιά, με την αρμόδια αμερικανική υπηρεσία να αγοράζει μεγάλες ποσότητες χρυσού σε αυτή την τιμή.

1985: Το London Metal Exchange έκλεισε την αγορά χρυσού του μετά από μόλις τρία χρόνια εξαιτίας έλλειψης εσωτερικών επενδυτών και γενικότερου ενδιαφέροντος.

1987: Η Bank of England ιδρύει την LBMA, τη διεθνή ένωση εμπορίου που εκπροσωπεί και επιβλέπει την αγορά χρυσού και αργύρου του Λονδίνου.

2015 και 2015: Το ασήμι έγινε το πρώτο πολύτιμο μέταλλο το fixing του οποίου άρχισε να γίνεται με ηλεκτρονική δημοπρασία, μετά την απόσυρση της Deutsche Bank AG από το παλιό τηλεφωνικό σύστημα, εν μέσω μιας γενικότερης απόσυρσης από τον χώρο των εμπορευμάτων (commodities). Οι έλεγχοι σχετικά με τον ορισμό των benchmarks εντάθηκαν μετά από περιπτώσεις χειραγώγησης των επιτοκίων Libor. Τα fixings για την πλατίνα, το παλλάδιο και τον χρυσό αντικαθίστανται επίσης από νέες ηλεκτρονικές δημοπρασίες.

2016: Το LME, το World Gold Council και μια ομάδα τραπεζών ανακοινώνουν ότι θα εισάγουν κεντρικά ελεγχόμενα futures (συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης) μέσα στο πρώτο μισό του επόμενου έτους. Χωριστά, η LBMA επιλέγει την εταιρεία τεχνολογίας Boat Services για την ανάπτυξη μιας υπηρεσίας trade reporting με σκοπό την αύξηση της διαφάνειας στην αγορά. 

huffingtonpost.gr

Η Κλίτσα: Το απλό και ταπεινό εργαλείο του τσομπάνου


Του Γεωργίου Τσουμάνη

Σκοπός της παρούσης μικρής αναφοράς μου για την κλίτσα, είναι  η κατάθεση μερικών σκέψεων για το ταπεινό, απλό και καθημερινό εργαλείο χρήσης του τσομπάνου, την κλίτσα του ή (αγκλίτσα), καθώς και κάποιες πληροφορίες για την κατασκευή της.

Δε νοείται τσομπάνος Σαρακατσάνος και όχι μόνο, χωρίς την κλίτσα του. Είναι το απλό και απαραίτητο εργαλείο που απαιτεί η δουλειά του, ο καθημερινός του σύντροφος. Το σύμβολο του τσοπάνου. Η προέκταση του χεριού του.

Η χρήση της απλή και σημαντική. Απαραίτητη για το όρμωμα (Ορμώνω: κατευθύνω, οδηγώ εκεί που θέλω) των ζώων στη βοσκή και στο δρόμο. Κουνώντας την θα τα κατευθύνει εκεί που πρέπει. Με αυτή θα πιάσει αυτά που θέλει όταν χρειαστεί από το πισινό πόδι στο άρμεγμα, στο μαντρί στο λιβάδι. Θα την χρησιμοποιήσει για το πέρασμα των ζώων στη στρούγκα, θα ξεχωρίσει τα κριάρια που χτυπιούνται την άνοιξη κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος των προβάτων.

Πάνω σε αυτή θα στηριχτεί  κατά τη διάρκεια της ημέρας, που θα ανεβαίνει και θα κατεβαίνει με το κοπάδι του σε δύσκολες κακοτοπιές, λόφους και λαγκάδια, σε σύντομες στιγμές ξεκούρασης από τον κάματο της ημέρας, αλλά και σε ατέλειωτες ώρες μοναξιάς. Ακουμπώντας σε αυτή και με την κάπα του στο κεφάλι θα σταθεί όρθιος στη βροχή. Θα  στηριχτεί για να καθίσει κατάχαμα, να σηκωθεί από το έδαφος, αλλά και να ξεκουράσει τα χέρια του  βάζοντάς την δίπλα στους ώμους του. Θα τη χρησιμοποιήσει σαν στήριγμα για να μεταφέρει στον ώμο του τον τροβά του ή άλλα αντικείμενα. Θα την τοποθετήσει όρθια και θα κρεμάσει τη βρεγμένη κάπα του  στο κονάκι.

Ακόμα με αυτή θα συμπίσει (Συμπάω: Συδαυλίζω, τακτοποιώ τα αναμμένα ξύλα της φωτιάς) τη φωτιά στη μοναξιά του τις κρύες νύχτες, θα φέρει κοντά του τα μακρινά κλαδιά τραβώντας τα, θα κατεβάσει  τα ξηρά  κλαδιά του δέντρου να τα έχει για προσάναμμα, θα φτάσει κανένα φρούτο (μήλο, αχλάδι, σύκο σταφύλι, κεράσι) που δεν μπορεί με το χέρι του, θα αντιμετωπίσει τα σκυλιά που θα του χυθούν από τις άλλες στάνες,  θα κάμει θόρυβο για να φύγουν τα φίδια που θα συναντήσει  στο δρόμο του, ή θα τα σκοτώσει όταν νομίζει πως κινδυνεύει. Θα αναμερίσει (Aναμεράω: Παραμερίζω, βάζω στην άκρη) τα ξερά χόρτα, ή όσα τον εμποδίζουν στο διάβα του, θα σηκώσει τις κλάρες για το φράχτη και τη στρούγκα, θα επεξεργαστεί  κάτι που δε θέλει να πιάσει με το χέρι  του.

Επιπλέον είναι και το όπλο του για ενδεχόμενο καβγά συνήθως με άλλο τσομπάνο, ή αγροφύλακα. Το κοπάδι είναι λαίμαργο και οι διαπληκτισμοί δε λείπουν. Τότε θα τη χτυπήσει πολλές φορές στο χώμα για να δείξει το θυμό του.

Αλλά και σε αφηρημένο επίπεδο έχει τη δική της σημασιολογία κα νοηματοδότηση για το κοινωνικό περιβάλλον των Σαρακατσαναίων και άλλων κτηνοτρόφων. Με αυτή δηλώνεται και η εγγραμματοσύνη ενός ανθρώπου. «Έμαθε δυο κλίτσες γράμματα», έλεγαν για κάποιον που πήγε σχολείο. Είναι κάποτε και μέτρο προσδιορισμού μιας απόστασης. «Ο ήλιος ήθελε δυο-τρεις κλίτσες να γείρει». Αλλά και τεκμήριο δύναμης. «Τον σαλάγγισα με την κλίτσα», «του έριξα δυο κλιτσιές και κατάλαβε». « Έμεινε με την κλίτσα στο χέρι» έλεγαν για κάποιον που έπαθε ζημιά στο κοπάδι του. Αλλά  και «ήταν νοικοκύρης και πήρε την κλίτσα» για αυτόν που έχασε την περιουσία του .

Οι Σαρακατσαναίοι ποτέ δεν ξέγναγαν την κλίτσα τους φεύγοντας για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους. Ακόμα δε περισσότερο απαραίτητη ήταν κατά το διάστημα των μετακινήσεων για τα βουνά ή τα χειμαδιά.

Η κλίτσα είναι πρωτίστως εργαλείο χρηστικό. Είναι όμως και εργαλείο αυτοπροσδιορισμού του κάθε κτηνοτρόφου και επίδειξης κύρους. Ένα σύμβολο εξουσίας που επιβεβαιώνει την ηγετική παρουσία αυτού που την κρατάει στο χέρι του και την επιδεικνύει δημόσια.

Έτσι θα μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε δύο τύπους κλίτσας ως προς τη χρήση της. Αυτή του τσομπάνου που χρησιμοποιεί καθημερινά στο κοπάδι του και αυτή του παζαριού, που κρατούν στο χέρι τους οι κτηνοτρόφοι , όταν βγαίνουν στο παζάρι, ή οι γεροντότεροι στην καθημερινότητας τους. Αυτή του τσομπάνου είναι συνήθως απλή, χωρίς κεντήματα στο ξύλο, με μακρύ κλιτσόξυλο για λόγους καθαρά πρακτικούς.

Η κλίτσα του παζαριού είναι περισσότερο επιμελημένη. Με πολλά κεντήματα και τα  ξεχωριστά γνωρίσματα του τεχνίτη της, Το κλιτσόξυλο όμως κοντό. Συνήθως λίγο παραπάνω από ένα μέτρο. Κοντά στο 1,10 μ. Ποικίλει ανάλογα με το ύψος αυτού που την κρατάει. Εδώ ο ρόλος της είναι διαφορετικός.

Είναι εργαλείο επίδειξης κύρους του κτηνοτρόφου και ύστερα χρηστικό. Πρέπει όμως να είναι βολικό. Να μην είναι μακριά και ακαλαίσθητη, Να φτάνει στο ύψος του ώμου του κατόχου της όταν αυτός είναι καθιστός. Να κάθεται στο κάθισμα του λεωφορείου και αυτή να μην ξεπερνάει το ύψος του ώμου του. Να την κρεμάει στο τσεπάκι του γελέκου του. Να μπορεί ακόμα και στην Εκκλησία να την έχει μαζί του επιμελώς «κρυμμένη» στο στασίδι που κάθεται. Για αυτό η κλίτσα του παζαριού ονομάζεται και κοντόκλιτσα.


Η κλίτσα αποτελείται από δύο μέρη. Το πάνω μέρος , το κεφάλι, η κυρίως κλίτσα,  η χειρολάβή με το κυκλικό της σχήμα και το κάτω μέρος το κλιτσόξυλο. Από μόνη της η χειρολαβή λέγεται κλίτσα, αλλά και με το κλιτσόξυλο μαζί πάλι κλίτσα λέγεται.

Η κατασκευή της  μπορεί να φαίνεται απλή, ωστόσο δε μπορούν να την φτιάξουν όλοι οι τσοπαναραίοι. Μεγαλύτερη δυσκολία έχει το πάνω μέρος. Αυτό είναι που θέλει επιδεξιότητα από τον τεχνίτη, έτσι ώστε να έχει το ανάλογο άνοιγμα για το χέρι, αλλά και το ανάλογο γύρισμα μπροστά, το λεγόμενο καρτέρι. Επίσης προσοχή θέλει στο τρύπημα για να στέκεται πάνω στο ξύλο κάθετα σε αυτό και να μην στραβώνει δεξιά ή αριστερά. Χρειάζεται για όλα τούτα και ο κατάλληλος τεχνίτης. Το κλιτσόξυλο είναι σχετικά περισσότερο απλό. Η επιλογή μιας ίσιας βέργας, από κατάλληλο ξύλο μπορεί να γίνει ευκολότερα.

Κλίτσα μπορεί να φτιάξει κάποιος από ξύλο ή από κέρατο κριαριού ή βουβαλιού. Συνηθέστερη είναι αυτή του ξύλου. Αυτό γιατί ξύλο μπορεί να βρει κάποιος πολύ ευκολότερα. Για την κατασκευή μιας καλής κλίτσας, ο τεχνίτης πρέπει να έχει υπόψη του κάποιες γνώσεις σχετικά με την επιλογή του ξύλου, τον τρόπο επεξεργασίας του το χρόνο κοπής του. Πρωτίστως όμως απαιτείται μεγάλη υπομονή. Από το κόψιμο του κατάλληλου ξύλου, μέχρι την επεξεργασία του, πρέπει να περάσει κάποιο χρονικό διάστημα. Το ξύλο πρέπει να απορροφήσει τους χυμούς για να μην σκιστεί.

Απαραίτητα και τα εργαλεία της κατασκευής της. Αυτά είναι κυρίως δύο. Το ξουράφι και το τρυπητήρι. Στη συνέχεια θα κάνω μια προσπάθεια  να δώσω μερικές πληροφορίες σε όσους δε γνωρίζουν για τη κατασκευή της και ενδεχομένως  θέλουν να ασχοληθούν.


ΜΕΡΙΚΕΣ ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΚΛΙΤΣΑΣ

Θα καταθέσω μερικά στοιχεία για την κατασκευή της, όπως εγώ τα γνωρίζω, από τη δική μου εμπειρία φτιάχνοντας κλίτσες, αλλά και από αυτά που έχω ακούσει από άλλους πελεκητές συζητώντας μαζί τους. Οι πληροφορίες αυτές ωστόσο, δε σημαίνει ότι είναι και οι μοναδικές. Κάθε τεχνίτης έχει να προσθέσει τις δικές του εμπειρίες και δίνει τη δική του οπτική για την κλίτσα, όπως ίδιος την προσλαμβάνει και την αξιολογεί.

Οι  πληροφορίες μου στο παρόν άρθρο, θα εστιαστούν πρωτίστως στη επιλογή του κατάλληλου υλικού, για την κατασκευή της. Η κατασκευή ως τεχνική, είναι θέμα εμπειρίας. Για να γίνει κάποιος καλός τεχνίτης, πρέπει να καταπιαστεί ο ίδιος και να κάνει την προσπάθειά του. Οι όποιες πληροφορίες, σίγουρα θα τον βοηθήσουν, δεν αρκούν όμως από μόνες τους να τον κάνουν καλό μάστορα. Εκείνο που έχει σημασία, είναι το γεγονός, ότι ο καθένας δίνει το δικό του στίγμα ως κατασκευαστής και βλέπει με το δικό του μάτι που είναι ξεχωριστό. Κάθε τεχνίτης είναι μοναδικός και το έργο που κάνει είναι ξεχωριστό και διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο, έστω και αν είναι φτιαγμένο από τον ίδιο. Εξάλλου εδώ έγκειται και η αξία του χειροποίητου. Κάθε φορά το μάτι βλέπει διαφορετικά. Τίποτα δεν μπορούμε να επαναλάβουμε ακριβώς το ίδιο όπως η μηχανή. Ο καθένας μας όμως έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στις κατασκευές του, που τον κάνουν μοναδικό. Είναι τα στοιχεία εκείνα που σε κάνουν να ξεχωρίζεις από τους άλλους και αποτυπώνονται στα έργα σου. Η κλίτσα αυτή είναι του τάδε λένε εκείνοι που μπορούν να ξεχωρίζουν κάποια στοιχεία του τεχνίτη, χωρίς να πέφτουν έξω Με αυτή την έννοια, θέλω να παροτρύνω κάποιον που ενδεχομένως έχει μεράκι και  θέλει να φτιάξει μόνος τους μια κλίτσα, ας το δοκιμάσει. Τα πρώτα εφόδια που πρέπει να έχει είναι το μεράκι και η υπομονή. Ακολουθούν τα κατάλληλα εργαλεία και υλικά.

Για να φτιάξει κανείς μια κλίτσα, μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε ξύλο θέλει . Όλα τα ξύλα, υπό μια αυστηρή έννοια, μπορούν να θεωρηθούν κατάλληλα. Δεν είναι όμως όλα το ίδιο ποιοτικά. Κάθε ξύλο έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, ως προς την σκληρότητα, το χρώμα, το ειδικό βάρος. Για να φτιάξουμε μια καλή κλίτσα, θα πρέπει να επιλέξουμε ένα ξύλο το οποίο να συγκεντρώνει χαρακτηριστικά στοιχεία και ιδιότητες που το κάνουν ποιοτικά καλύτερο από κάποιο άλλο. Ως πρώτο τέτοιο στοιχείο μπορώ να πω ότι είναι η σκληρότητά του. Όταν είναι σκληρό, τα μοριά του έχουν μεγάλη συνοχή και πελεκιέται  καλύτερα χωρίς να αγκιδιάζει. Σημαντικό στοιχείο είναι και το χρώμα του. Καλή κλίτσα μπορούμε να κάνουμε από σκληρό ξύλο, «χωρίς νερά» με γλυκό χρώμα. Πάνω σε ένα τέτοιο ξύλο μπορούμε να κεντήσουμε ευκολότερα και να κάνουμε ψιλά κεντήματα. Ένα τέτοιο ξύλο έχει μεγαλύτερη δυσκολία στην επεξεργασία του, λόγω της σκληρότητάς του, υπερτερεί όμως ποιοτικά.

Ποια είναι όμως τα κατάλληλα ξύλα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε; Εξαρτάται από τον τόπο που ζούμε. Από τα φυτά που υπάρχουν στην περιοχή μας μπορούμε να επιλέξουμε τα σκληρότερα, που η επιφάνειά τους κατά την επεξεργασία τους δίνουν στιλπνότητα αλλά και καλό χρώμα. Οι μερακλήδες ωστόσο της κλίτσας, ψάχνουν το κατάλληλο ξύλο, όπου και αν βρίσκεται.

Πολλά ήμερα και άγρια κλαδιά και ρίζες φυτών, είναι κατάλληλα για πελέκημα. Κόβοντας ένα ξύλο θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ορισμένα πράγματα. Κανένα ξύλο δεν μπορεί να δουλευτεί μόλις κοπεί. Θα πρέπει να το αφήσουμε να ξεραθεί πολύ καλά. Για να μη σκάσει μετά το κόψιμο, θα πρέπει να μην το αφήσουμε εκτιθέμενο στον αέρα. Παλαιότερα το έχωναν στο χώμα, μέσα σε αλεύρι,  σε πριονίδι, σε κοπριά, για να στεγνώσει γρηγορότερα. Από τη δική μου εμπειρία έχω διαπιστώσει, πως και μέσα σε μια σακούλα νάιλον μπορούμε να το προφυλάξουμε από σκάσιμο. Το στέγνωμα του ξύλου δεν γίνεται σε λίγες μέρες.  Σε φυσιολογικές συνθήκες χρειάζονται αρκετοί μήνες. Μάλιστα δε, κάποια φυτά, όπως το ρείκι και το πυξάρι χρειάζονται κοντά στο χρόνο για να στεγνώσουν. Αν θέλουμε να πετύχουμε γρηγορότερο στέγνωμα, βράζουμε το ξύλο για πολλές ώρες.  Σημαντικό ρόλο παίζει και η εποχή που θα το κόψουμε. Ποτέ δεν κόβουμε την άνοιξη που οι χυμοί ανεβαίνουν, γιατί τότε σκάει και μαυρίζει. Προτιμάμε το χειμώνα που οι χυμοί δεν κυκλοφορούν στο φυτό.

Ένα κομμάτι όμως ξύλου, με πλάτος όσο μια παλάμη, θέλει πολύ κόπο μέχρι να γίνει κλίτσα. Αρχικά κάνουμε το περίγραμμά της πάνω στην επιφάνεια του ξύλου το οποίο προηγουμένως έχουμε κάνει επίπεδο, αφήνοντας ανάλογο πάχος. Αφαιρούμε το ξύλο που περισσεύει και στη συνέχεια τρυπάμε. Πάντα έχουμε για οδηγό ένα μικρό κλιτσόξυλο 20-30 εκατοστών για να παίρνουμε τα σωστά ζύγια. Να μην μας ξεφεύγει η κλίτσα δεξιά ή αριστερά, αλλά να είναι σε μια ευθεία με το κλιτσόξυλο. Ακόμα προσέχουμε  να έχει το ανάλογο άνοιγμα για το χέρι, αλλά και το καλό γύρισμα μπροστά, το λεγόμενο καρτέρι. Μια καλοφτιαγμένη κλίτσα έχει καλό άνοιγμα και προσεγμένο το πίσω μέρος και το γύρισμα μπροστά. Μεγάλη σημασία έχουν και οι καμπύλες που θα δώσουμε στην όλη κατασκευή. Βλέπετε η κλίτσα είναι γένους θηλυκού και οι  καμπύλες την ομορφαίνουν.


Στη συνέχεια  θα αναφέρω μια σειρά ξύλων τα οποία θεωρούνται μάλλον από τους περισσότερους τεχνίτες ως τα καλύτερα, για την στιλπνότητά τους, το χρώμα τους, τη δυνατότητα για ψιλό κέντημα.                                     

Το πυξάρι. Πολύ γνωστό στους Σαρακατσαναίους κατασκευαστές και όχι μόνο. Σκληρό ξύλο, δέχεται ψιλό κέντημα με υποκίτρινο χρώμα, που με το πέρασμα του χρόνου κοκκινίζει και αποκτά γυαλάδα.

Η μαυραγκαθιά. Ίσως το καλύτερο ξύλο για κλίτσα. Είναι μικρός θάμνος που ζει σε βράχια και σε χαμηλά υψόμετρα. Πολύ σκληρό, το χρώμα του είναι λαδί και με το πέρασμα του χρόνου γίνεται μαύρο και αποκτά ξεχωριστή γυαλάδα. Πολύ σπάνιο ξύλο.

Η κουμαριά. Δίνει ωραίο κοκκινωπό χρώμα και κεντιέται με ευκολία.

Το ρείκι. Από τα καλύτερα επίσης ξύλα. Χρησιμοποιούμε κυρίως τη ρίζα του. Εξαιρετική στιλπνότητα και χρώμα.

Άλλα κατάλληλα ξύλα. Αγριελιά, πουρνάρι, σφένδαμος, πικροφέλικο, κοκορεβιθιά αγραπιδιά, και από τα ήμερα λεμονιά, μεσπολιά, ελιά. κ.λ.π

Οι ξύλινες κλίτσες έχουν τα θετικά τους, αλλά και τα μειονεκτήματά τους. Στα θετικά τους είναι η μεγάλη ποικιλία που προσφέρει το ξύλο, τα ωραία τους χρώματα, η δυνατότητα ποικίλης επεξεργασίας από κάθε τεχνίτη, η δημιουργία πολλών σχεδίων, το κέντημα.  Θέλουν όμως μεγάλη προσοχή γιατί σπάνε εύκολα.

Ένα άλλο υλικό που χρησιμοποιείται ευρέως για την κατασκευή της κλίτσας είναι το κέρατο ζώου. Συνηθέστερο αυτό του κριαριού που το βρίσκεις ευκολότερα, αλλά είναι και ποιοτικά καλό. Σπανιότερα χρησιμοποιούμε κέρατο γιδιού που υστερεί ποιοτικά και δεν είναι πάντα κατάλληλο. Ποιοτικά καλύτερο όλων είναι αυτό του βουβαλιού. Δίνει εξαιρετική στιλπνότητα και μαύρο χρώμα. Είναι όμως πολύ δύσκολο να το βρεις.

Εδώ θα πρέπει να σημειώσω, ότι όλα τα κέρατα των ζώων δεν γίνονται κλίτσες. Πρέπει να είναι αρκετά μεγάλα, να μην είναι ραγισμένα, να έχουν κατάλληλο γύρισμα.  Επιπλέον απαιτούν τη δική τους επεξεργασία. Στα θετικά τους είναι, ότι δεν σπάνε εύκολα, όπως το ξύλο και πελεκιούνται χωρίς να αγκιδιάζουν. Αντίθετα χρειάζεται υπομονή και χρόνο κατά το στάδιο της επεξεργασίας, γιατί δεν είναι καθαρά όπως τα ξύλα. Η κατασκευή μιας κλίτσας από κέρατο δεν είναι ίδια με αυτή του ξύλου. Το γύρισμα γίνεται αφού το κέρατο βραστεί για να μαλακώσει. Ο τεχνίτης θα πρέπει να ξέρει το σημείο που θα κάνει την τρύπα,  ποιο μέρος του κέρατου θα αφαιρέσει, ποιο θα λυγίσει, πώς και πού θα δέσει, για να δώσει την τελική φόρμα στην κλίτσα.

Για μια καλή κλίτσα, σημασία  έχει και η επιλογή του κλιτσόξυλου. Η καλύτερη κλίτσα πάνω σε ένα οποιοδήποτε ξύλο χάνει την αξία της. Το κλιτσόξυλο πρέπει να είναι ίσιο, με ανάλογο για τον κάτοχό του ύψος και πάχος. Μιλώ για την κλίτσα του παζαριού, αυτή που είναι επιμελημένη και προσεγμένη.

Καλά κλιτσόξυλα μπορούμε να φτιάξουμε από πολλά φυτά. Συνηθέστερο είναι αυτό της κρανιάς. Είναι ξύλο πολύ ανθεκτικό, μπορούμε αρκετά εύκολα να το βρούμε και βγαίνει σε βέργες. Με απλή επεξεργασία, ένα καλό καψάλισμα στη φωτιά για να στεγνώσει γρήγορα και να ισιώσει, αρκεί, για να φτιάξουμε ένα καλό κλιτσόξυλο κρανιάς.

Για τους Σαρακατσαναίους στην κορυφή των κλιτσόξυλων ήταν αυτό της αριάς και του πουρναριού. Τόσο η αριά (είναι είδος πουρναριού), όσο και το πουρνάρι, δίνουν κλιτσόξυλα βαριά με πολύ καλό χρώμα κοκκινωπό. Ωστόσο και άλλα φυτά μπορούν  να δώσουν πολύ καλά κλιτσόξυλα. Αναφέρω ενδεικτικά την αμυγδαλιά και την αγριελιά.
Τέλος απαραίτητα και τα κατάλληλα εργαλεία. Τα παραδοσιακά, ξουράφι και τρυπητήρι  και οποιοδήποτε άλλο σύγχρονο μπορεί να μας βοηθήσει.

Γεώργιος Κ .Τσουμάνης
Κουκούλι Ζαγορίου Ιωαννίνων


sarakatsanoi.blogspot.gr

Οδοιπορικό στην Κρήτη του 1935 (Video)


Εντυπωσιακές εικόνες καταγράφει το σπάνιο βίντεο γαλλικής παραγωγής με τίτλο " Η Κρήτη χωρίς Θεούς".

Ένα οδοιπορικό στην Κρήτη του 1935 που καταγράφει, τοπία και στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής στο νησί από αγροτικές εργασίες μέχρι την ιεροτελεστία του κρητικού γάμου έτσι όπως συνέβαιναν πριν από 90 χρόνια.

Στιγμιότυπα από τις παραλίες και τους ορεινούς όγκους της Κρήτης αλλά και λήψεις από την Σπιναλόγκα που "ξυπνούν" αναμνήσεις άλλων εποχών.



Άγνωστες μάχες των Ελλήνων: Όταν οι Γαλάτες επιχείρησαν να αφανίσουν την Αρχαία Ελλάδα


Όλοι μας εχουμε μεγαλώσει με τα κόμικ του Αστερίξ,του Οβελίξ και των συντρόφων τους οι οποιοι έσπερναν πανικό στους Ρωμαίους σε κάθε τους αναμέτρηση.. 

Πόσοι απο εμάς όμως γνωρίζουμε οτι αυτή η βαρβαρική φυλή είχε λεηλατήσει ολόκληρη την Ευρώπη,φθάνοντας μέχρι την Ελλάδα;

Α’ Γαλατική εκστρατεία

Με τον Πύρρο στην Ιταλία και τον ραδιούργο Πτολεμαίο Κεραυνό στον Μακεδονικό θρόνο, η Ελλάδα φάνταζε εύκολος στόχος για τους αιμοδιψείς Κέλτες [τότε βρίσκονταν στη Βόρειο Βαλκανική, περίπου στα εδάφη της σημερινής Κροατίας]. 

Οι Γαλάτες είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: ο Κερέθριος ήταν ο ηγέτης ενάντια στους Θράκες, οι εισβολείς στην Παιονία είχαν ως καθοδηγητές τον Βρέννο και τον Ακιχώριο, ενώ ο Βέλγιος (ή Βόλγιος) επιτέθηκε στους Μακεδόνες και στους Ιλλυριούς και αντιμετώπισε τον Πτολεμαίο Κεραυνό. 

Ο Μονούνιος των Δαρδάνων, μαθαίνοντας ότι οι Κέλτες πλησίαζαν, έστειλε πρεσβευτές στον Πτολεμαίο Κεραυνό, προσφέροντάς του συνθηκολόγηση και υποστήριξη ενάντια στον εχθρό με 20.000 άνδρες. Ο Κεραυνός αρνήθηκε λέγοντας: «Η Μακεδονία θα ήταν χαμένη αν ο λαός που υπέταξε ολόκληρη την Ανατολή χρειαζόταν υποστήριξη από τους Δαρδάνους για να προστατεύσει τον τόπο του…».


Οι Κέλτες του Βελγίου είχαν ήδη κατακλύσει την Ιλλυρία και πλησίαζαν στα δάση κοντά στα δυτικά σύνορα της Μακεδονίας. Προσέφεραν στον Πτολεμαίο διατήρηση της βασιλείας του έναντι βαριάς φορολογίας. Εκείνος τους περιγέλασε αποκρινόμενος:

«…αυτή η πρότασή σας καταδεικνύει τον τρόμο που έχετε για τα Μακεδονικά όπλα. Ειρήνη θα κάνουμε μόνο αν ρίξετε τα όπλα σας στη γη και μου παραδώσετε τους αρχηγούς σας ως ομήρους…»

Η αλαζονεία του Κεραυνού έμελε να είναι η καταδίκη του. Προκάλεσε τους Γαλάτες σε μια βιαστική ανοιχτή μάχη, πιστεύοντας ότι ήταν άτρωτος. Δε συμβουλεύτηκε καν τους στρατηγούς του, οι οποίοι εις μάτην τον προέτρεπαν να περιμένει να συγκεντρώσει περισσότερο στρατό για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς. Η σύγκρουση ήταν λυσσαλέα. 

Οι Κέλτες, πολεμώντας μανιασμένα, δεν άργησαν να συναντήσουν τον Μακεδόνα βασιλιά στη μάχη, ο οποίος, απερίσκεπτος καθώς ήταν, όρμησε προς το μέρος τους, επιβαίνοντας σε ελέφαντα. Οι γραμμές των Μακεδόνων, που υστερούσαν αριθμητικά, διασπάστηκαν και ο ελέφαντας του Κεραυνού σωριάστηκε πληγωμένος στο έδαφος, με τον Πτολεμαίο να τραυματίζεται βαριά. 

Οι Κέλτες τον έπιασαν ζωντανό, τον αποκεφάλισαν και κάρφωσαν το κεφάλι του σε δόρυ, περιφέροντάς το ως σημάδι νίκης και μέσο εκφοβισμού των αντιπάλων τους.

Μετά τη συντριβή του Μακεδονικού στρατού, οι Γαλάτες ξεχύθηκαν στην απροστάτευτη γη της Μακεδονίας. Λεηλάτησαν την ύπαιθρο με τρομερή μανία αλλά δεν κατόρθωσαν να κάνουν το ίδιο με τις οχυρωμένες πόλεις, καθώς δεν ήξεραν πώς να τις εκπορθήσουν. 

Στην ύπαιθρο όμως έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό καίγοντας και σφάζοντας ό,τι και όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού ανέβηκε στο Μακεδονικό θρόνο ο αδερφός του Μελέαγρος. Η βασιλεία του κράτησε μόλις δύο μήνες διότι οι Μακεδόνες που είχαν βιώσει τα δεινά που είχε φέρει στον τόπο τους ο φιλόδοξος Κεραυνός δεν ήθελαν κάποιον συγγενή του στο θρόνο. 

Στη θέση αυτού στέφθηκε βασιλιάς ο Αντίπατρος, ανιψιός του Κάσσανδρου. Και αυτός όμως δεν κατάφερε να εξαλείψει τη Γαλατική απειλή. Ένας ευγενής με το όνομα Σωσθένης τον ανάγκασε να παραιτηθεί, συγκέντρωσε στρατό και άρχισε να μάχεται ενάντια στον εισβολέα, καταφέρνοντας να εκδιώξει τελικά τους Κέλτες απ’ τη Μακεδονία. 

Επειδή η φύση της πρώτης Κελτικής εκστρατείας το 279 π.Χ. ήταν κυρίως αναζήτηση λαφύρων παρά οργανωμένη προσπάθεια αποικισμού, οι Κέλτες, με κορεσμένη την δίψα τους για λάφυρα, δεν βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν την εκστρατεία τους κι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.

Β’ Γαλατική εκστρατεία


Υπήρχε ωστόσο μεταξύ αυτών κάποιος του οποίου η δίψα για αίμα και πλούτη ήταν ακόρεστη. Ο Γαλάτης αρχηγός Βρέννος, μιλώντας δημόσια αλλά και κατ’ ιδίαν με Γαλάτες αξιωματούχους, πίεζε για ακόμα μια εκστρατεία ενάντια στην Ελλάδα. 

Φθονούσε τα κέρδη του Βελγίου από την προηγούμενη εκστρατεία στη Μακεδονία και ήθελε και αυτός ανάλογα πλούτη για τον εαυτό του. Σε μια συνέλευση μάλιστα έφερε ενώπιον όλων κάποιους μικρόσωμους, κεκαρμένους και φτωχοντυμένους Έλληνες αιχμαλώτους και τους έβαλε δίπλα δίπλα με τους ψηλότερους των φρουρών του. 

Είπε ότι οι Ελληνικές πόλεις κράτη στην ασύλητη ακόμη νότια περιοχή της Ελλάδας ήταν ανίσχυρες εκείνον τον καιρό, διέθεταν ωστόσο αρκετά πλούτη και ναούς γεμάτους με ασήμι και χρυσό. Έδειχνε τους αιχμαλώτους και υποστήριζε ότι το μόνο που είχαν να κάνουν για να περιέλθει στην κατοχή τους ο ελληνικός πλούτος ήταν να επιτεθούν σε αυτά τα αδύναμα ανθρωπάκια.

Για την εκστρατεία αυτή οι Γαλάτες συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό πεζών, τους οποίους ορισμένες πηγές υπολογίζουν περισσότερους από 200.000, χωρίς να περιλαμβάνουν τους μη μάχιμους (ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά) που ακολουθούσαν. 

Οι Κελτικές ορδές ξεκίνησαν στις αρχές της άνοιξης του 278 π.Χ. . Από το Γαλατικό στρατό 20.000 άνδρες κατευθύνθηκαν προς τη χώρα των Δαρδάνων υπό τις διαταγές του Λεοννόριουκαι του Λουτάριου. Οι υπόλοιποι συνέχισαν νότια προς τη Μακεδονία. Ο Σωσθένης τήρησε αμυντική στάση, κατάφερε να συγκρατήσει τη βαρβαρική ορμή και τους απώθησε προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. 

Η αντίσταση των Μακεδόνων οδήγησε τους Γαλάτες ακόμα πιο νότια, στη Θεσσαλική γη. Οι Έλληνες, στο άκουσμα της είδησης πως οι βάρβαροι πλησιάζουν, αποφάσισαν να δράσουν. 

Ο Ελληνικός στρατός γνώριζε καλά τι θα αντιμετωπίσει. Ο Παυσανίας αναφέρει σχετικά :«Το Ελληνικό γενναίο πνεύμα χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές ωστόσο η δύναμη του φόβου ανάγκασε τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε να πολεμήσουν. Γνώριζαν ότι αυτή η πάλη δεν γινόταν για την ελευθερία τους, όπως τότε που αντιμετώπισαν τους Πέρσες. 

Δεν έφτανε πλέον να προσφέρουν γη και ύδωρ. Τα γεγονότα που συνέβησαν στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην Παιονία ήταν ακόμα νωπά στη μνήμη τους, ενώ νέες αιματοχυσίες λάμβαναν πλέον χώρα και στη Θεσσαλία. Κάθε άνδρας ως ξεχωριστή μονάδα και κάθε πόλη συνολικά συνειδητοποιούσαν ότι οι Έλληνες έπρεπε είτε να αντεπεξέλθουν στις περιστάσεις, είτε να αφανιστούν».

Ως καλύτερο σημείο οχύρωσης επιλέχτηκε για ακόμα μια φορά το στενό πέρασμα τωνΘερμοπυλών. Το σημείο αυτό αποτελούσε μια στενή πύλη η οποία κατά την αρχαιότητα βρισκόταν μεταξύ του όρους Οίτη και της θάλασσας και ήταν το βασικό πέρασμα προς τη νότια Ελλάδα. 

Στο σημείο αυτό οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις Περσικές ορδές το 480 π.Χ. και οι Αθηναίοι αναχαίτισαν επιτυχώς τους Μακεδόνες 128 χρόνια αργότερα. Το 279 π.Χ. οι Βοιωτοί έστειλαν 10.000 οπλίτες και 500 ιππείς με επικεφαλής τους Κηφισόδοτο, Θεαρίδα, Διογένη και Λύσσανδρο. Από τους Φωκείς εστάλησαν 3.000 πεζικάριοι και 500 ιππείς. 

Περίπου 13.000 η συνολική δύναμη των Ελλήνων της σημερινής νότιας Ελλάδας. Μαζί με αυτούς ήταν και 500 μισθοφόροι από τη Μακεδονία και άλλοι τόσοι στρατιώτες από το βασίλειο των Σελευκιδών μαζί με πολλές αθηναϊκές τριήρεις. Οι μοναδικοί που δεν έστειλαν στρατό ήταν οι Πελοποννήσιοι. 

Η απουσία πλοίων στον κελτικό στρατό τους εφησύχαζε μια και δεν υπήρχε άλλος τρόπος να περάσουν τη θάλασσα του Κορινθιακού παρά μόνον από το στενό του Ισθμού. Αποφάσισαν λοιπόν να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη του Ισθμού και να τους περιμένουν.

Η πρώτη Ελληνική εκστρατεία αναχαίτισης – Αποτυχία στον Σπερχειό ποταμό

Όταν οι Έλληνες συγκέντρωσαν όλες τους τις δυνάμεις, πληροφορήθηκαν ότι οι Γαλάτες είχαν ήδη προσεγγίσει την Μαγνησία και την Φθιώτιδα. Αποφάσισαν να στείλουν ένα απόσπασμα αποτελούμενο από όλο το ιππικό καθώς και 1.000 ελαφρά οπλισμένους άντρες στο Σπερχειό, προσπαθώντας να μην επιτρέψουν στους Γαλάτες να διασχίσουν τον ποταμό. Με την άφιξή τους, οι Ελληνικές δυνάμεις κατέστρεψαν τις γέφυρες του ποταμού και έλαβαν θέσεις μάχης στις όχθες του.

Αλλά ο Βρέννος, αν και βάρβαρος, δεν ήταν απολίτιστος ούτε είχε άγνοια των πολεμικών τακτικών. Την ίδια νύχτα έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα στο Σπερχειό, μακριά από τις κατεστραμμένες γέφυρες, σε σημεία όπου μπορούσαν να περάσουν τον ποταμό. 

Ο Βρέννος επέλεξε δεινούς κολυμβητές και ψηλούς στρατιώτες γι’ αυτή την αποστολή. Άλλωστε, οι Κέλτες ήταν κατά πολύ ψηλότεροι από τους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης, κάτι που είχαν διαπιστώσει και οι Ρωμαίοι πριν από τους Έλληνες. 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο αρκετοί Γαλάτες διέσχισαν κολυμπώντας τον ποταμό τη νύχτα χρησιμοποιώντας τις ασπίδες τους ως σχεδίες, ενώ οι ψηλότεροι εξ αυτών σχεδόν διέσχισαν τα νερά περπατώντας στον πυθμένα με το κεφάλι τους να προβάλλει έξω από το νερό. 

Οι Έλληνες που βρίσκονταν στο Σπερχειό, όταν πληροφορήθηκαν ότι το βράδυ οι βάρβαροι είχαν διασχίσει τον ποταμό, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και επέστρεψαν στις γραμμές της κύριας στρατιάς, φοβούμενοι το ενδεχόμενο της περικύκλωσης. 

Ο Βρέννος ανάγκασε τους κατοίκους που βρίσκονταν γύρω από το Μαλιακό κόλπο να ξαναχτίσουν τις γέφυρες πάνωαπό το Σπερχειό. Εκείνοι, φοβούμενοι τις συνέπειες της άρνησής τους, υπάκουσαν.

Ο Βρέννος διέσχισε με το στρατό του τις γέφυρες και κατευθύνθηκε προς την Ηράκλεια. Οι Γαλάτες λεηλατούσαν τα πάντα στο διάβα τους σφαγιάζοντας όσους συναντούσαν στα περίχωρα, χωρίς να επιτίθενται στην πόλη. 

Η Ηράκλεια προστατευόταν από τους Αιτωλούς, οι οποίοι πριν ένα έτος είχαν αναγκάσει τους κατοίκους της να συμμετάσχουν στην Αιτωλική Συμπολιτεία. Οι Αιτωλοί θεωρούσαν ότι η πόλη τούς ανήκε, εξίσου με τους Ηρακλειδείς. 

Ο Βρέννος δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την πόλη της Ηράκλειας. Κύριος στόχος του ήταν να υπερκεράσει τις δυνάμεις που προστάτευαν τα στενά των Θερμοπυλών και να εισβάλλει στη Νότια Ελλάδα.

Μάχη στα στενά των Θερμοπυλών

Ορισμένοι Έλληνες λιποτάκτες είχαν ενημερώσει τον Βρέννο για τις δυνάμεις που θα αντιμετώπιζε στις Θερμοπύλες. Παρά την ύπαρξη της Ελληνικής στρατιάς, προέλασε από την Ηράκλεια και ξεκίνησε την επίθεση την αυγή της επόμενης μέρας. 

Δεν είχε μαζί του Έλληνα μάντη και δεν προέβη σε μυστηριακές θυσίες………αν όντως οι Κέλτες πίστευαν σε τέτοιου είδους δοξασίες. Οι Έλληνες αντιτάχθηκαν σιωπηρά και με τάξη. Όταν προσέγγισαν τους Γαλάτες, το ιππικό απομακρύνθηκε ελάχιστα από τον κύριο κορμό, ενώ οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες έμειναν πιο πίσω εκτοξεύοντας ακόντια, βέλη και πέτρες.

Κελτικό ιππικό

Το ιππικό και των δύο παρατάξεων δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο επειδή το έδαφος στο πέρασμα δεν ήταν μόνο στενό αλλά και ολισθηρό λόγω του βραχώδους εδάφους και των χειμάρρων που κυλούσαν ανάμεσα στα βράχια. 

Οι Γαλάτες ήταν ελαφρύτερα οπλισμένοι από τους Έλληνες: πολλοί από αυτούς πολεμούσαν γυμνοί από τη μέση και πάνω και ως μοναδικό αμυντικό όπλο είχαν τις ασπίδες τους, οι οποίες ήταν κατώτερες τεχνολογικά από τις ελληνικές και τους παρείχαν ελάχιστη προστασία. 

Με τρομερό πάθος και πολεμική ορμή, την ώρα της μάχης μετατρέπονταν σε ανίκητες πολεμικές μηχανές. Χτυπημένοι από τσεκούρι ή ξίφος, συνέχιζαν να πολεμούν ώσπου να πέσουν νεκροί. 

Τρυπημένοι από ακόντια ή βέλη συνέχιζαν να μάχονται με το σθένος τους αναλλοίωτο όσο υπήρχε μέσα τους ζωή. Ορισμένοι έβγαζαν τα καρφωμένα στο σώμα τους ακόντια και τα εκσφενδόνιζαν πίσω στους αντιπάλους τους ή τα χρησιμοποιούσαν για μάχη σώμα με σώμα.

Στο μεταξύ, οι Αθηναίοι που βρίσκονταν στις τριήρεις, αγκυροβολημένοι στη λάσπη που εκτεινόταν μέχρι τη θάλασσα, με δυσκολία και κίνδυνο έφεραν τα πλοία τους όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ακτή, εξαπολύοντας βέλη ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να ριφθεί ενάντια στους Γαλάτες. 

Οι τελευταίοι ευρισκόμενοι σε πλήρη σύγχυση και μέσα σε πολύ περιορισμένο χώρο, προκάλεσαν κάποιες απώλειες στους Έλληνες αλλά οι ίδιοι υπέστησαν ακόμα μεγαλύτερες. Αυτή η εξέλιξη ανάγκασε τους αρχηγούς τους να τους αποσύρουν πίσω στο Γαλατικό στρατόπεδο. 

Υποχωρώντας άτακτα και υπό πλήρη σύγχυση, αρκετοί από αυτούς ποδοπατήθηκαν από τους συντρόφους τους ενώ κάποιοι έπεσαν σε βάλτους και βούλιαξαν κάτω από τη λάσπη. Οι απώλειές τους κατά την υποχώρηση ήταν εξίσου μεγάλες με αυτές που υπέστησαν στη μάχη.

Αφού οι Κέλτες είχαν πλέον λεηλατήσει στο διάβα τους σπίτια και ναούς, παραδίνοντας το Κάλλιο στις φλόγες, επέστρεψαν από τον ίδιο φυσικό αυχένα με σκοπό να συναντήσουν τον υπόλοιπο Γαλατικό στρατό. 

Καθ’ οδόν συνάντησαν τους Πατρινούς, οι οποίοι ήταν οι μόνοι μεταξύ των Αχαιών που είχαν απαντήσει στο πολεμικό κάλεσμα των Αιτωλών. Εκπαιδευμένοι ως οπλίτες, διενήργησαν μια κατά μέτωπον επίθεση ενάντια στους Γαλάτες αλλά υπέστησαν εκτενείς απώλειες απέναντι σε έναν σαφώς πολυπληθέστερο στρατό. 

Στη σημερινή θέση Κοκκάλια (τοποθεσία που οφείλει την ονομασία της στα πολλά διασκορπισμένα και θρυμματισμένα οστά που απαντώνται εκεί μέχρι και σήμερα, ανεξίτηλα σημάδια μιας τρομακτικής μάχης), οι 8.000 Αιτωλοί, άνδρες και γυναίκες, συνέχιζαν να καταδιώκουν τους βαρβάρους και να τους επιτίθενται. 
Πολλά από τα βέλη που τους έριχναν έβρισκαν στόχο επειδή οι Γαλάτες δεν είχαν ισχυρή αμυντική θωράκιση. 

Οι Αιτωλοί οπισθοχωρούσαν όταν οι Γαλάτες τους επιτίθεντο και επέστρεφαν δριμύτεροι όταν οι τελευταίοι γύριζαν τα νώτα τους. 

Οι Καλλιείς οι οποίοι είχαν υποστεί τη μεγαλύτερη καταστροφή, επεδείκνυαν τη μεγαλύτερη οργή. Κατάφεραν να εκδικηθούν το θάνατο των συντρόφων τους προκαλώντας μεγάλες απώλειες στο Γαλατικό απόσπασμα. Από τους 40.800 λιγότεροι από τους μισούς επέστρεψαν στις Θερμοπύλες.

Απεικόνιση διαδρομής Γαλατών

Ηρακλειώτες και Αινιάνες – πρόθυμοι «πληροφοριοδότες»

Εν τω μεταξύ, οι αποδυναμωμένοι Έλληνες που βρίσκονταν στις Θερμοπύλες επρόκειτο να υπερκερασθούν από τις στρατιές του Βρέννου σε μια τραγική επανάληψη της ιστορίας. 

Όπως στην πρώτη μάχη των Θερμοπυλών, έτσι και τώρα ο Βρέννος ακολούθησε τις υποδείξεις των Ηρακλειωτών και των Αινιανών ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο που είχαν ακολουθήσει οι Πέρσες (την Ανοπαία Ατραπό). 

Το έκαναν αυτό όχι διότι δεν ήταν πιστοί στον Ελληνικό αγώνα αλλά επειδή ήθελαν να φύγουν οι Κέλτες το γρηγορότερο δυνατόν από τη γη τους πριν την ερημώσουν. 

Ο Βρέννος, αφήνοντας διοικητή του κύριου σώματος της στρατιάς τον Ακιχώριο, κατευθύνθηκε με 40.000 άνδρες προς το πέρασμα. Κατέστησε σαφές στον αντικαταστάτη του ότι δεν έπρεπε να επιτεθεί στους Έλληνες προτού ολοκληρωθεί η κίνηση της περικύκλωσης. 

Εκείνη την ημέρα η ομίχλη ήταν πυκνή και είχε απλωθεί μέχρι τις παρυφές της Οίτης, εμποδίζοντας την ορατότητα των Φωκέων που φυλούσαν το πέρασμα. Οι Γαλάτες τους αιφνιδίασαν, ωστόσο οι Φωκείς αντιστάθηκαν γενναία. 

Τελικά όμως αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από το πέρασμα. Κατόρθωσαν εντούτοις να ειδοποιήσουν τους συντρόφους τους και να τους αναφέρουν την επικείμενη περικύκλωση προτού αυτή λάβει χώρα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Αθηναίοι κατάφεραν να αποσύρουν έγκαιρα τις τριήρεις και τα στρατεύματά τους. Το ίδιο έπραξαν και οι υπόλοιπες Ελληνικές δυνάμεις, με εκάστης ο στρατός να επιστρέφει στην πατρίδα του. 

Σε αυτή τη μάχη δεν υπήρξε κάτι ανάλογο με τους 300 Σπαρτιάτες και τους 700 Θεσπιείς. Ίσως για αυτό το λόγο να είναι λιγότερο γνωστή. Το πέρασμα ήταν πλέον ανοιχτό, με ολόκληρη τη Νότια Ελλάδα να είναι απροστάτευτη στην Κελτική επέλαση.

Επιδρομή στους Δελφούς

Ο Βρέννος και ο Ακιχώριος είχαν πλέον να επιλέξουν την επόμενη κίνηση………να βαδίσουν εναντίον των Αθηνών. Ο Βρέννος, χλευάζοντας τους αθάνατους θεούς των Ελλήνων είπε ειρωνικά ότι «εκείνοι που έχουν τα πλούτη θα πρέπει να φερθούν γενναιόδωρα στους θνητούς.». 

Χωρίς να σπαταλήσει χρόνο, διέταξε τον Ακιχώριο να εγκαταστήσει ένα μέρος του στρατού στην Ηράκλεια για να κρατά απασχολημένους τους Αιτωλούς και στη συνέχεια, με τον υπόλοιπο στρατό, να ακολουθήσει πορεία με κατεύθυνση στους Δελφούς. 

Ο ίδιος αναχώρησε από τις Θερμοπύλες διασχίζοντας τα στενά του Παρνασσού με σκοπό να συλήσει το θησαυροφυλάκιο που βρισκόταν στον ιερό ναό του θεού Απόλλωνα.

Τρομοκρατημένοι οι κάτοικοι των Δελφών, αναζήτησαν καταφύγιο στο Μαντείο. Σε υπεράσπιση του Μαντείου προσέτρεξαν οι Φωκιείς από την Άμφισσα και περίπου 1200 Αιτωλείς. 

Η κύρια στρατιά των Αιτωλών στράφηκε ενάντια στον Ακιχώριο, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ ξεκινήσει από την Ηράκλεια για να συναντήσει το Βρέννο (έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή που ο Βρέννος τού ανέθεσε). 

Στην ουσία οι Αιτωλοί αναλώθηκαν σε συνεχή ανταρτοπόλεμο παρενοχλώντας την οπισθοφυλακή της Γαλατικής παράταξης η οποία μετέφερε τα λάφυρα από τις προηγούμενες λεηλασίες. Αυτή η δολιοφθορά ανάγκασε τους Γαλάτες να κινούνται με αργό ρυθμό. 

Ο Βρέννος αφίχθη στους Δελφούς όπου είχε πλέον να αντιμετωπίσει τους Έλληνες που είχαν καταφτάσει να υπερασπιστούν το ιερό. Προσπάθησε να εγείρει το ηθικό των στρατιωτών του δείχνοντάς τους στον ορίζοντα το μαντείο και λέγοντάς τους ότι τα αγάλματα και τα άρματα με τα τέσσερα άλογα, ευδιάκριτα από εκείνο το σημείο, ήταν κατασκευασμένα από καθαρό χρυσάφι και θα αποδεικνύονταν ακόμα πιο μεγάλα σε αξία όταν ζυγίζονταν.

Ο Θνήσκων Γαλάτης_Ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο Ελληνιστικού έργου _ τέλη 3ου αιώνα π.Χ. _Μουσείο Καπιτωλίου, Ρώμη_wikipedia

Οι Δελφιείς από την άλλη πλευρά είχαν ως μοναδική πηγή θάρρους την πίστη ότι ο θεός Απόλλωνας ήταν στο πλευρό τους παρά τις δικές τους ικανότητες και δυνάμεις. Κατάφεραν ωστόσο να αποκρούσουν την επίθεση των αναρριχώμενων στους βράχους Γαλατών εκσφενδονίζοντας πέτρες και ακόντια από την κορυφή του λόφου. 

Σύμφωνα με την ποιητική περιγραφή του Παυσανία, οι Γαλάτες, εκτός από τους Έλληνες, είχαν να αντιμετωπίσουν και τα στοιχεία της φύσης, σεισμούς, κεραυνούς και αστραπές, σημάδια θεόσταλτα από το θεό Απόλλωνα. Πέραν της «θεϊκής παρέμβασης» φαίνεται πιθανό να επικρατούσε στην περιοχή σφοδρή καταιγίδα, με αποτέλεσμα αρκετοί από τους Γαλάτες να σκοτωθούν από τις συνεχείς κατολισθήσεις βράχων.

Ωστόσο, πολλές ήσαν οι απώλειες και για τους Έλληνες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας η κατάσταση για τους Γαλάτες δεν ήταν καλύτερη. Αφόρητο ψύχος κάλυψε την περιοχή ενώ βράχοι έπεφταν συνέχεια από τον Παρνασσό και καταπλάκωναν πολλούς από τους στρατιώτες του Βρέννου, οι οποίοι ήταν μαζεμένοι σε ομάδες για να προστατευθούν από ενδεχόμενες αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθέσεις των Ελλήνων. 

Μόλις ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τους Δελφούς, οι Έλληνες επιτέθηκαν κατά μέτωπο με εξαίρεση τους Φωκιείς, οι οποίοι, γνωρίζοντας καλά το μέρος, επέλεξαν να κατέβουν στις δύσβατες πλαγιές του Παρνασσού και να χτυπήσουν τους Κέλτες στα μετόπισθεν εξαπολύοντας βέλη και ακόντια. 

Στην αρχή της μάχης οι Γαλάτες αντιστάθηκαν γενναία, ειδικότερα η φρουρά του Βρέννου. Ωστόσο, μόλις τραυματίστηκε ο αρχηγός τους, αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, καθώς οι Έλληνες επετίθεντο από όλες τις μεριές. Κατά την οπισθοχώρησή τους αυτή σκότωσαν όσους από τους συντρόφους τους ήταν τραυματισμένοι, ή βαριά άρρωστοι από τις κακουχίες και δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν.

Αποτυχία Γαλατικής εκστρατείας

Με τον ερχομό της επόμενης νύχτας, οι Γαλάτες κατελήφθησαν από συναισθήματα σύγχυσης και φόβου. Πολλοί από αυτούς στράφηκαν ενάντια στους συντρόφους τους και άρχισαν να αλληλοεξοντώνονται. 

Οι Φωκιείς ήταν οι πρώτοι που ανέφεραν στους υπόλοιπους Έλληνες τον ακατάσχετο πανικό που είχε κυριεύσει τον εχθρό. Αυτή η εξέλιξη όπλισε με περισσότερο θάρρος και αποφασιστικότητα τους κατοίκους των γύρω περιοχών. 

Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι Γαλάτες, εκτός από το ανελέητο κυνηγητό από τους Έλληνες, είχαν πλέον να αντιμετωπίσουν και την πείνα, καθώς κάθε προσπάθεια συγκέντρωσης βρώσιμων υλών από τη γύρω περιοχή βαφόταν με αίμα. Περίπου 6.000 Κέλτες χάθηκαν στη μάχη και άλλους 10.000 να ακολουθούν στον πανικό που ακολούθησε. 

Σε αυτούς προσετέθησαν ακόμα τόσοι, ως θύματα της πείνας και του κρύου. Οι απόψεις για την τύχη του Βρέννου διίστανται: ο Παυσανίας ισχυρίζεται ότι αυτοκτόνησε αφού πρώτα κατανάλωσε «άκρατον οίνον». 

Ο Ιουστίνος παρουσιάζει ως μέσο της αυτοκτονίας ένα μαχαίρι ενώ ο Διόδωρος αναφέρει ότι πρώτα μέθυσε και στη συνέχεια χρησιμοποίησε ένα σπαθί. Το πλέον πιθανό είναι ότι ο Βρέννος, λόγω των εκτεταμένων τραυμάτων που έφερε, αυτοκτόνησε με το σπαθί του σύμφωνα με το κελτικό έθιμο που απαιτούσε οι βαριά τραυματισμένοι άντρες να αφαιρούν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή των άμεσων συγγενικών τους προσώπων.

Πιθανότατα οι Γαλάτες πίστευαν ότι ο αργός θάνατος ήταν εξαιρετικά ατιμωτικός, ή ότι δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να πέσουν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού. Οι Αθηναίοι, μαθαίνοντας τα γεγονότα, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Βοιωτούς και ξεκίνησαν να καταδιώκουν από κοινού τους Γαλάτες σκοτώνοντας αυτούς που καθυστερούσαν κι έμεναν πίσω. 

Οι Γαλάτες κατόρθωσαν να αποσυρθούν από τους Δελφούς και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον Ακιχώριο, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναχωρήσει από την Ηράκλεια για να καλύψει την υποχώρηση των συντρόφων του. 

Έχοντας πλέον αυτόν ως αρχηγό, μετά από υπόδειξη και επιθυμία του αποθανόντος Βρέννου, κατευθύνθηκαν προς το γαλατικό στρατόπεδο. 

Καθ’ οδόν, και νιώθοντας καυτή την ανάσα των Αιτωλών στην πλάτη τους, συνάντησαν κοντά στο Σπερχειό τους Θεσσαλούς και τους Μαλιείς, οι οποίοι είχαν σταθεί εκεί αποφασισμένοι να ανταποδώσουν τα δεινά που τους προξένησαν οι επίδοξοι κατακτητές. 

Οι περισσότεροι Έλληνες ιστορικοί της εποχής καταμαρτυρούν ότι ουδείς Γαλάτης επέζησε της σφαγής στον Σπερχειό ποταμό.

Εποικίσεις Γαλατικών φύλων

Ωστόσο, σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες, Γαλατικό απόσπασμα που είχε επιτεθεί στους Δελφούς, οι Τεκτόσαγες, κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, ενώ και άλλοι, υπό τις διαταγές των Κομοντόριου και Βαθάναττου, κατευθύνθηκαν προς το Βορρά έχοντας μαζί τους αρκετά από τα λάφυρα που είχαν συγκεντρώσει. 

Μέσω διαρκών επιθέσεων από αυτούς που είχαν δεινοπαθήσει κατά την κάθοδό τους, έφτασαν στη χώρα των Δαρδανών κι εκεί χωρίστηκαν: ο μεν Βαθάναττος στράφηκε προς την Ιλλυρία και εγκαταστάθηκε στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Σάβου και Δούναβη, ενώ ο στρατός του Κομοντόριου νίκησε τους Τριβαλλούς και τους Γέτες και εγκαταστάθηκε στην Τύλη, στις δύο πλευρές του Αίμου, κοντά στη σημερινή Βουλγαρική πόλη Στάρα Ζάγορα. 

Οι Γαλάτες υπό τις διαταγές του Λουτάριου και του Λεοννόριου πέρασαν στον Ελλήσποντο και, αφού υποσχέθηκαν πίστη και φιλία στο Νικομήδη, βασιλιά της Βιθυνίας, εγκαταστάθηκαν στην Ανατολία, σε μια περιοχή που έλαβε το όνομά τους (Γαλατία).

Σημασία της Ελληνικής νίκης

Απεικόνιση Γαλατικής κεφαλής σε Θρακικό νόμισμα. (Αρχαιολογικό μουσείο Κωνσταντινούπολης)

Οι Γαλάτες εισβάλλοντας στην Ελλάδα είχαν σκοπό όχι απλώς να τη λεηλατήσουν αλλά και να την αποικίσουν. Πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους με σκοπό να βρουν νέες εστίες και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτές. 

Σε αυτήν την άποψη συνηγορεί το ότι μετά τη δεύτερη εισβολή, οι επιζήσαντες δημιούργησαν κελτικό βασίλειο στην Τύλη, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία και παρέμειναν εκεί για αρκετούς αιώνες ως μια αυτοτελής εθνική ομάδα.

Είναι αξιομνημόνευτη η αποφασιστικότητα που επέδειξαν μέσα στην απελπισία τους οι Έλληνες. Αξιοσημείωτο είναι ότι αγωνιζόμενοι να επιζήσουν, αφάνισαν δεκάδες χιλιάδες Γαλάτες παρότι συνολικά δεν είχαν συγκεντρώσει περισσότερους από 30.000 μαχητές. 

Το κατόρθωμα αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο σωματότυπος και η αριθμητική υπεροχή του εχθρού, σε συνδυασμό με την έλλειψη των μεγάλων ηγετών στον Ελλαδικό χώρο – δεδομένης της απουσίας των Πύρρου και του Αντίγονου Γονατά – καθιστούσε αναμενόμενη την Κελτική επικράτηση.

Ωστόσο, σε μια εποχή φθοράς των παλαιών αξιών, εμφύλιων σπαραγμών και με την λάμψη του Ελληνικού πολιτισμού να σβήνει, το Ελληνικό πνεύμα, με πρωταγωνιστές τους Αιτωλούς, απέδειξε για ακόμα μια φορά την αξία του ενάντια σε έναν ισχυρό και αλώβητο λαό που δέσποζε σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και ο οποίος στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα είχαν κατακτήσει τη μετέπειτα κοσμοκράτειρα Ρώμη.

Οι Έλληνες, σε μια εποχή παρακμής, τέλεσαν έναν άθλο μεγαλύτερο ίσως εκείνου της αναχαίτισης των Περσικών ορδών μερικούς αιώνες πριν, όταν η Ελλάδα ήκμαζε σε όλους τους τομείς. Είναι πράγματι θλιβερό που μια τόσο σημαντική στιγμή στην Ελληνική ιστορία δεν έχει την προβολή που της αρμόζει.

pronews.gr